„halbwöchentlich“: Adjektiv halbwöchentlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) δύο φορές την εβδομάδα δύο φορές την εβδομάδα halbwöchentlich halbwöchentlich