Häftling
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κρατούμενοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mHäftling Rechtswesen | νομικός όροςJURκρατούμενηFemininum, weiblich | θηλυκό fHäftling Rechtswesen | νομικός όροςJURHäftling Rechtswesen | νομικός όροςJUR