„greisenhaft“: Adjektiv greisenhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πρεσβυτικός, γεροντικός πρεσβυτικός, γεροντικός greisenhaft greisenhaft