„Gleitsichtbrille“: Femininum, weiblich GleitsichtbrilleFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) φακοί μεταβλητής εστίασης φακοίMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl μεταβλητής εστίασης Gleitsichtbrille Gleitsichtbrille