„gezackt“: Adjektiv gezacktAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πριονιστός, πριονωτός, οδοντωτός πριονιστός, πριονωτός, οδοντωτός gezackt gezackt