„gewaltbereit“: Adjektiv gewaltbereitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία gewaltbereit gewaltbereit