„gewachsen“: Adjektiv gewachsenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανταποκρίθηκε στην εργασία που του ανατέθηκε ejemplos er war seiner Aufgabe gewachsen ανταποκρίθηκε στην εργασία που του ανατέθηκε er war seiner Aufgabe gewachsen