gestehen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εξομολογούμαιgestehengestehen
- ομολογώgestehen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURgestehen auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR