„Gespräch“: Neutrum, sächlich GesprächNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κουβέντα, συζήτηση, συνομιλία κουβένταFemininum, weiblich | θηλυκό f Gespräch συζήτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Gespräch συνομιλίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Gespräch Gespräch ejemplos ein Gespräch führen κάνω μια συζήτηση, συζητώ (mit με) ein Gespräch führen