„geschäftstüchtig“: Adjektiv geschäftstüchtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ικανός στις εμπορικές συναλλαγές ικανός στις εμπορικές συναλλαγές geschäftstüchtig geschäftstüchtig