„gedrängt“: Adjektiv gedrängtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συνεπτυγμένος, συνοπτικός συνεπτυγμένος, συνοπτικός gedrängt gedrängt