„farblos“: Adjektiv farblosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) άχρωμος άχρωμος farblos auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig farblos auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig