„extrovertiert“: Adjektiv extrovertiertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εξωστρεφής, εκδηλωτικός εξωστρεφής, εκδηλωτικός extrovertiert extrovertiert