„erübrigen“: reflexives Verb erübrigenreflexives Verb | αυτοπαθές ρήμα v/r Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) περιττεύω κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι περιττό ejemplos sich erübrigen περιττεύω sich erübrigen jedes weitere Wort erübrigt sich κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι περιττό jedes weitere Wort erübrigt sich