Eroberung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κατάκτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fEroberung auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigEroberung auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig