erkunden
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κατασκοπεύωerkunden auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILerkunden auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL