„entspannend“: Adjektiv entspannendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χαλαρωτικός, ξεκουραστικός χαλαρωτικός, ξεκουραστικός entspannend entspannend