„entrümpeln“: transitives Verb entrümpelntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) καθαρίζω από την παλιούρα καθαρίζω από την παλιούρα entrümpeln entrümpeln