Einzugsermächtigung
Femininum, weiblich | θηλυκό fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εντολήFemininum, weiblich | θηλυκό f αυτόματης χρέωσης λογαριασμούEinzugsermächtigung Finanzen und Bankwesen | οικονομικάFINEinzugsermächtigung Finanzen und Bankwesen | οικονομικάFIN