„einstweilig“: Adjektiv einstweiligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) προσωρινός προσωρινός einstweilig einstweilig ejemplos einstweilige VerfügungFemininum, weiblich | θηλυκό f Rechtswesen | νομικός όροςJUR προσωρινά μέτραNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl einstweilige VerfügungFemininum, weiblich | θηλυκό f Rechtswesen | νομικός όροςJUR