„einschweißen“: transitives Verb einschweißentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τυλίγω σε πλαστική μεμβράνη τυλίγω σε πλαστική μεμβράνη einschweißen einschweißen