„einschärfen“: transitives Verb einschärfentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αποτυπώνω κάτι στην μνήμη κάποιου ejemplos jemandem etwas einschärfen αποτυπώνω κάτι στην μνήμη κάποιου jemandem etwas einschärfen