„einleitend“: Adjektiv einleitendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) προοιμιακός, εισαγωγικός προοιμιακός, εισαγωγικός einleitend einleitend