„einfallslos“: Adjektiv einfallslosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χωρίς ιδέες, χωρίς φαντασία χωρίς ιδέες, χωρίς φαντασία einfallslos einfallslos