„drahtig“: Adjektiv drahtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) λεπτός και νευρώδης λεπτός και νευρώδης drahtig drahtig