„doppelklicken“: intransitives Verb doppelklickenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κάνω διπλό κλικ κάνω διπλό κλικ doppelklicken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT doppelklicken Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ejemplos mit der Maus auf etwas+Akkusativ | +αιτιατική +akk doppelklicken κάνω διπλό κλικ σε κάτι με το ποντίκι mit der Maus auf etwas+Akkusativ | +αιτιατική +akk doppelklicken