Champ
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -s> umgangssprachlich | οικείοumgVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- πρωταθλητήςMaskulinum, männlich | αρσενικό mChamp Sport | αθλητισμόςSPORTπρωταθλήτριαFemininum, weiblich | θηλυκό fChamp Sport | αθλητισμόςSPORTChamp Sport | αθλητισμόςSPORT