„Buchführung“: Femininum, weiblich BuchführungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τήρηση βιβλίων, λογιστική τήρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f βιβλίων, λογιστικήFemininum, weiblich | θηλυκό f Buchführung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH Buchführung Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH