„bevorzugt“: Adjektiv bevorzugtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ευνοούμενος, προνομιούχος ευνοούμενος, προνομιούχος bevorzugt bevorzugt