„Beschlagnahme“: Femininum, weiblich BeschlagnahmeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κατάσχεση, δήμευση κατάσχεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Beschlagnahme Rechtswesen | νομικός όροςJUR δήμευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Beschlagnahme Rechtswesen | νομικός όροςJUR Beschlagnahme Rechtswesen | νομικός όροςJUR