„Beleidigungsklage“: Femininum, weiblich BeleidigungsklageFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση αγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό f για συκοφαντική δυσφήμηση Beleidigungsklage Rechtswesen | νομικός όροςJUR Beleidigungsklage Rechtswesen | νομικός όροςJUR