„Beleg“: Maskulinum, männlich BelegMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο, απόδειξη τεκμήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Beleg Beweis αποδεικτικό στοιχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Beleg Beweis Beleg Beweis απόδειξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Beleg Quittung Beleg Quittung