„Belag“: Maskulinum, männlich BelagMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Beläge> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) επίστρωμα, οδόστρωμα, επίστρωση, έλασμα επίστρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Belag Beschichtung επίστρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Belag Beschichtung Belag Beschichtung οδόστρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Belag Straßenbelag Belag Straßenbelag έλασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Belag Bremsbelag Belag Bremsbelag