„beanstanden“: transitives Verb beanstandentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ασκώ κριτική, κατακρίνω, κάνω παράπονα για ασκώ κριτική, κατακρίνω, κάνω παράπονα για beanstanden beanstanden