Beanspruchung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- έντασηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeanspruchung nervlichBeanspruchung nervlich
- διεκδίκησηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeanspruchung Rechtswesen | νομικός όροςJURBeanspruchung Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- κόπωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fBeanspruchung Technik | τεχνικήTECHκαταπόνησηBeanspruchung Technik | τεχνικήTECHBeanspruchung Technik | τεχνικήTECH