„bar“: Adjektiv barAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τοις μετρητοίς ejemplos (in/gegen) bar τοις μετρητοίς (in/gegen) bar
„Bar“: Femininum, weiblich BarFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μπαρ, αναψυκτήριο, μπαράκι, κυλικείο μπαρNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bar μπαράκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bar Bar αναψυκτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bar meist | συνήθωςmeist in einem öffentlichen Gebäude κυλικείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bar meist | συνήθωςmeist in einem öffentlichen Gebäude Bar meist | συνήθωςmeist in einem öffentlichen Gebäude