„aussichtslos“: Adjektiv aussichtslosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μάταιος, χωρίς προοπτικές μάταιος, χωρίς προοπτικές aussichtslos aussichtslos