Aufgebot
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κινητοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufgebot Polizei Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILAufgebot Polizei Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- γνωστοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό f μελλοντικού γάμουAufgebot Rechtswesen | νομικός όροςJUR EherechtAufgebot Rechtswesen | νομικός όροςJUR Eherecht