„arbeitsunfähig“: Adjektiv arbeitsunfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανίκανος προς εργασία ανίκανος προς εργασία arbeitsunfähig arbeitsunfähig