äußerlich
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εξωτερικόςäußerlichäußerlich
- επιφανειακόςäußerlich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigäußerlich in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
ejemplos
- äußerlich anzuwenden Medizin | ιατρικήMEDγια εξωτερική χρήση