„abstoßend“: Adjektiv abstoßendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) απωθητικός, αποκρουστικός απωθητικός, αποκρουστικός abstoßend abstoßend