„abnicken“: transitives Verb abnickentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t umgangssprachlich | οικείοumg Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ejemplos etwas abnicken κάνω κάτι δεκτό με τη διαδικασία κατάφασης με νεύματα etwas abnicken