Unglück
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- δυστυχίαFemininum, weiblich | θηλυκό fUnglückατυχίαFemininum, weiblich | θηλυκό fUnglückσυμφοράFemininum, weiblich | θηλυκό fUnglückUnglück
ejemplos
- ins Unglück rennenβαδίζω κατευθείαν προς την καταστροφή
- ενός κακού μύρια έπονται
- zu allem Unglückσαν επιστέγασμα