„ώμος“: αρσενικό ώμος [ˈomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schulter Schulterθηλυκό | Femininum, weiblich f ώμος ώμος ejemplos σηκώνω τους ώμους mit den Achseln zucken σηκώνω τους ώμους