ύποπτος
[ˈipoptos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ύποπτη, ύποπτοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verdächtig (gen/gen)ύποπτος αξιόποινης πράξηςύποπτος αξιόποινης πράξης
- ύποπτος που προκαλεί υποψίες
ύποπτος
[ˈipoptos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)