„ωτακουστής“: αρσενικό ωτακουστής [otakusˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Lauscher Lauscherαρσενικό | Maskulinum, männlich m ωτακουστής ωτακουστής