ωριμάζω
[oriˈmazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (aus)reifen, reif werdenωριμάζω καρπός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφωριμάζω καρπός, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ