ωράριο
[oˈrario]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Arbeitszeitθηλυκό | Femininum, weiblich fωράριο εργασίαςωράριο εργασίας
- Stundenplanαρσενικό | Maskulinum, männlich mωράριο μαθημάτωνωράριο μαθημάτων
ejemplos
- ωράριο εργασίαςBürozeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ωράριο καταστημάτωνÖffnungszeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- ωράριο λειτουργίας καταστήματοςLadenöffnungszeitenπληθυντικός | Plural pl