„ψημένος“ ψημένος [psiˈmenos], ψημένη, ψημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gebraten, gegrillt, gar, erfahren, abgebrüht gebraten ψημένος στο τηγάνι ψημένος στο τηγάνι gegrillt ψημένος στη σχάρα ψημένος στη σχάρα gar ψημένος καλοψημένος ψημένος καλοψημένος erfahren, abgebrüht ψημένος έμπειρος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ψημένος έμπειρος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ