„ψάλλω“: αμετάβατο ρήμα ψάλλω [ˈpsalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) singen singen ψάλλω ψάλλω ejemplos θα του τα ψάλλω! οικείο | umgangssprachlichοικ dem werd ich was erzählen! θα του τα ψάλλω! οικείο | umgangssprachlichοικ